νησιάς

νησιάς
νησιάς, ἡ (Α)
νησίδα, μικρό νησί, νησάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + επίθημα -ιάς (πρβλ. κρην-ιάς, ποντι-ιάς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νησιά — νησιάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιάδας — νησιάς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιάδες — νησιάς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιάδος — νησιάς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιάδων — νησιάς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… …   Dictionary of Greek

  • κινήσιας — κῑνήσιας , κίνησις motion fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”